- ετανός
- ἐτανός, -ή, -όν (Μ)ετήσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έτ- τού έτος + κατάλ. -ανός* (πρβλ. στεγ-ανός, τραγ-ανός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλύγη — ἠλύγη, ἡ (Α) 1. η σκιά 2. φρ. «δίκης ἠλύγη» οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός… … Dictionary of Greek